- προπειράζω
- Α1. αποπειρώμαι, δοκιμάζω προηγουμένως να κάνω κάτι2. γεύομαι, δοκιμάζω στη γεύση προηγουμένως.[ΕΤΥΜΟΛ. < προ-* + πειράζω «προσπαθώ»].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
προπειράζοντας — προπειράζω pres part act masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προπειράσαντες — προπειράζω aor part act masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προπειράσοντας — προπειράζω fut part act masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προπειρώμενον — προπειράομαι try pres part mp masc acc sg προπειράομαι try pres part mp neut nom/voc/acc sg προπειράζω fut part mid masc acc sg προπειράζω fut part mid neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προπειρασαμένη — προπειρᾱσαμένη , προπειράομαι try aor part mp fem nom/voc sg (attic epic ionic) προπειρᾱσαμένη , προπειράομαι try aor part mp fem nom/voc sg (attic epic doric ionic aeolic) προπειράζω aor part mid fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προπειρᾶσθαι — προπειράομαι try pres inf mp προπειράζω fut inf mid … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προπειρῶνται — προπειράομαι try pres subj mp 3rd pl (attic epic ionic) προπειράομαι try pres ind mp 3rd pl προπειράομαι try pres subj mp 3rd pl (attic epic doric ionic) προπειράζω fut ind mid 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)